στάμνα — η πήλινο δοχείο για νερό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κατσώτας, Παυσανίας — (Σταμνά Μεσολογγίου1895 – Αθήνα 1991). Στρατιωτικός και πολιτικός. Σπούδασε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις των ελληνικών στρατευμάτων στη Μακεδονία κατά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο. Το 1942, μετά την κατάρρευση του… … Dictionary of Greek
σταμνί — το / σταμνίον, ΝΜΑ, και σταμνίν Μ [στάμνος / στάμνα] μικρή στάμνα, σταμνάκι νεοελλ. στάμνα αρχ. ουροδοχείο … Dictionary of Greek
κρωσσός — κρωσσός, ὁ (Α) 1. υδροφόρο αγγείο, στάμνα, υδρία, λαγήνα («ὁ κοῡρος ἐπεῑχε ποτῷ πολυχανδέα κρωσσὸν βάψαι ἐπειγόμενος», Θεόκρ.) 2. τεφροδόχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για μεσογειακό δάνειο. Κατ άλλους είναι δάνεια λ. γερμανικής ή… … Dictionary of Greek
σταμνάκι — το, Ν [στάμνα] μικρή στάμνα … Dictionary of Greek
σταμνίτσα — η, Ν [στάμνα] μικρή στάμνα … Dictionary of Greek
σταμνιά — η, Ν [στάμνα] ποσότητα υγρού που χωράει σε μια στάμνα … Dictionary of Greek
σταμνοστάτης — ο, Ν ειδικό έπιπλο ή κοίλωμα στον τοίχο, στο οποίο τοποθετείται πλαγιαστά η στάμνα για να διευκολύνεται το άδειασμα τού νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάμνα + στάτης (< ίστημι), πρβλ. θερμο στάτης] … Dictionary of Greek
стамна — кувшин , церк., азбуковн., цслав. стамьна, сербск. цслав. стамьна. Заимств. из ср. греч., нов. греч. στάμνα– то же, др. греч. στάμνος кувшин для вина (Фасмер, ИОРЯС 12, 2, 278; Гр. сл. эт. 190 и сл.) … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Stamna, Greece — Stamna (Greek: Σταμνά) is a village in the municipality of Aitoliko in the southern part of the prefecture of Aetolia Acarnania It is located north of the bay and E and S of the Acheloos River. It is located NW of Messolonghi, N of Aitoliko, E of … Wikipedia